περίαμμα

περίαμμα
τὸ, ΝΜΑ [περιάπτω]
περίαπτο, φυλαχτό («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῡ θεοῡ, καὶ περίαμμα ποιεῑν», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «περίαμμα προβόλου»
ναυτ. ο από συρματόσχοινο ή αλυσίδα τροπός, δηλαδή δακτύλιος, που περιβάλλει τον πρόβολο σκάφους, ιδίως ιστιοφόρου, μέσα από τον οποίο διέρχονται μερικές φορές οι πρότονοι τού ακάτιου ιστού, κν. σκουλαρίκι τού μπομπρέσου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίαμμα — anything worn about the body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαμμάτων — περίαμμα anything worn about the body neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάμμασιν — περίαμμα anything worn about the body neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάμματα — περίαμμα anything worn about the body neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάμματι — περίαμμα anything worn about the body neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάμματος — περίαμμα anything worn about the body neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιπερίαμμα — ἀντιπερίαμμα, το (Μ) κρεμαστάρι, μενταγιόν κρεμασμένο για μαγικούς σκοπούς, για να προκαλεί κακό στους άλλους (αντίθετα απ το φυλαχτό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + περίαμμα < περιάπτω «περιδένω, προσαρμόζω»] …   Dictionary of Greek

  • περίαπτος — η, ο / περίαπτος, ον, ΝΜΑ [περιάπτω] 1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν) καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή τού κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό αρχ. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՂՆԱՆԻ — (նւոյ, նեաց, նեօք կամ նօք.) NBH 1 0314 Chronological Sequence: Early classical գ. περίαμμα amuletum Բժժանք, յուռութք յասղանւոյ կամ ʼի թելոյ. ... *Ասղնանօք, եւ պառաւանց առասպելօք. Ոսկ. կողոս. ՟Ը …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԺԺԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 487 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 12c, 14c գ. ἵαμα sanatio, remedium, ἁλεξιφάρμακον, περίαμμα amuletum, ligamen որ եւ ԲԺԻԺ. Սուտ դեղ բժշկութեան. կախարդանք. ծրարք եւ արարք վհկաց ʼի սուտ կարծիս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”